κατάπονος

κατάπονος
κατάπον-ος, ον,
A tired, wearied,

ἀθλητής Plu. Sull.29

; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.);

ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25

.
II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome,

λατρεία LXX 3 Ma.4.14

;

κ. βάρος Phld.D. 3.13

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάπονος — κατάπονος, ον (Α) 1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος 2. εξασθενημένος, εξαντλημένος 3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος 4. επίπονος, κουραστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πονος (< πόνος), πρβλ. επί πονος, σύμ πονος] …   Dictionary of Greek

  • κατάπονος — tired masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπονον — κατάπονος tired masc/fem acc sg κατάπονος tired neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνοις — κατάπονος tired masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνου — κατάπονος tired masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνους — κατάπονος tired masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπόνῳ — κατάπονος tired masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάπονοι — κατάπονος tired masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπονώ — και καταπονάω (AM καταπονῶ, έω, Μ και καταπονάω) [κατάπονος] καταβάλλω προξενώντας μεγάλο κόπο σε κάποιον, κουράζω, εξαντλώ νεοελλ. μσν. υπερνικώ, υπερισχύω, υπερτερώ σε δύναμη μσν. αρχ. 1. χωνεύω τροφή 2. νικώ, κυριεύω 3. ταλαιπωρώ, βασανίζω 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”